Ο ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΣ ΑΠΑΤΑ ΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ

Ωσάν έλαβεν ο Νεκτεναβός από την Ολυμιάδα την άδειαν δια να μείνει εις το παλάτιν της, επήγεν και επήρεν κέρατα μεγάλα και έναν τομάριν τράγου. Έβαλε τα κέρατα εις το κεφάλιν του, ενδύθει το δέρμα του τράγου γινόμενος σαν εκείνος θεός, και επήγε το βράδυ εις το κρεββάτιν της Ολυμπιάδος. Έμεινε με αυτήν ολίγην ώραν, έπειτα της είπε,
-Βασίλισσα το παιδίον οπου γεννηθεί, θέλει είναι αρσενικόν, θέλει έχει μεγάλες χάρες επάνω του, και θέλει ορίσει όλην την οικουμένην.
Τότε εκατέβει από το κραββάτι και εδιάβειν εις την κατοικίαν του.
Το ταχύ εσηκώθει η Ολυμπιάς και επήγεν εις τον Νεκτεναβόν και του είπεν,
-Απόψε με τον Θεόν έλαβα μεγάλην αγαλλίασην, και σε παρακαλώ κάμε τον να έρχεται κάθε βράδυ εις εμέ.
Ο Νεκτεναβός της είπε,
-Δος μου τελείαν την άδειαν να σου τον φέρνω κάθε βραδυ,
Η Ολυμπιάς του είπεν,
-Πάλιν θέλεις να σου δώσω άδειαν, εγώ σου είπα να μην έχεις κανέναν εμπόδιον , και κάμε εκείνον οπου ηξεύρεις.
Ωσάν επήρεν τέτοιαν ελευθερίαν ο Νεκτεναβός, ήτο πάντα με αυτήν, και έκανε εκείνο που επιθυμούσεν, ημέραν και νύχταν.
Απερνώντας καμπόσος καιρός, εγγαστρώθην η Ολυμπιάς, και άρχισε να αγροικά το παιδίον εις την κοιλίαν της. Κράζει τον Νεκτεναβόν και αρχίνησεν να κλαίει λέγουσα,
-Πώς να κάμω, αν ίσως και έλθει ο άνδρας μου και με εύρει αγγαστρωμένην, οπου φοβούμαι να μη με φονεύσει.
Ο Νεκτεναβός της είπεν,

-Άφησε εμένα την κυβέρνησην δι αυτήν την υπόθεσην.

ΗΘΙΚΟΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ιδού εμπρός εις τους οφθαλμούς σου ώ άνθρωπε, έν ωφέλιμον παράδειγμα. Στοχάσου    εις τον θάνατον του Μεγάλου Αλεξάνδρου την ανθρωπότητα, και ότι η ζωή ετούτη είναι ως περ το λουλούδι του λειβαδιού οπου το δρεπάνι το κόπτει, ή ο ήλιος το ξηραίνει και το φθείρει, και εις ολίγον διάστημα χάνεται. Ούτως είναι η ζωή μας, οπου σήμερον είμεθα εις τον κόσμον με πλούτη, με δόξες και τιμές, αύριον δε, είμεσθεν από το δρεπάνι του θανάτου θερισμένοι. Τι τον ωφέλησαν τον Αλέξανδρον οι τόσες ανδραγαθείες οπου έκαμεν, οι τόποι οπου εκέρδισεν, και τα άπειρα πλούτη που έλαβεν.
‘Όταν ήλθεν ο θάνατος όλα τα ελησμόνησεν, όλα τα άφησεν, και πλέον δεν τα εστοχάζετο, δια το να είδεν ότι δεν ήτον αρκετός να αποφύγει το δρεπάνι του πικρού θανάτου. Έκλινε την κεφαλήν του εκείνος οπου τον επροσκύνησαν όλοι οι βασιλείς της γης. Εχώρεσεν ένας μικρός τάφος εκείνον οπου δεν τον εχωρούσεν ο κόσμος όλος, δια να ευχαριστήσει την γνώμην του.
Ο θάνατος δεν κάμνει καμμίαν διαφοράν από βασιλέα εις υπήκοον, από πλούσιον εις πτωχόν, από νέον εις γέρονταν, αλλά όλους όμοια τους έχει, και κανέναν δεν εντρέπεται. Τίποτες εκείνην την ώραν δεν θέλομεν πάρει κοντά μας από όλα όσα αποκτήσαμεν εις ετούτον τον κόσμον, αλλά μόνον η ψυχή μας θέλει πάρει τα όσα αποκτά, τόσον καλά, ωσάν και κακά. Δια τούτο θέλομεν λάβει πλουσίαν την ανταπόδοσιν, την ζωήν την αιώνιον. Από δε τα σωματικά, ας μην ελπίζωμεν κανένα όφελος, διατί όλα είναι μάταια. Κατά τον Σολομώντα, «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».


ΤΕΛΟΣ

Ο ΕΝΤΑΦΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Οπόταν ήλθον οι άρχοντες μέσα ευρόντες την Ροξάνδραν εσφαγμένην, ελυπήθηκαν και δια εκείνην πολλά. Τότε ώρισεν ο Πτολαιμαίος και ο Φιλόνης, να κάμουν δύο σεντούκια χρυσά και έβαλαν τα δύο σώματα μέσα, και τα επήγαν εις την Αλεξάνδρειαν εις την πόλην οπου έκτισεν ο Αλέξανδρος. Έκαμαν δύο στύλους υψηλούς και έβαλαν τα σώματα με τα σεντούκια τα χρυσά επάνω εις τους στύλλους. Τα αποχαιρέτησαν οι άρχοντες με κλαυθμόν και οδυρμόν, και ύστερον εχωρίσθησαν. Και επήγαν κάθε ένας εις το βασίλειον του, καθώς τα εδιόρησεν ο Αλέξανδρος εις την διαθήκην του. Απέθανεν ο Αλέξανδρος εις ηλικίαν χρόνων τριάκοντα τριών, και εβασίλευσεν μόνον δέκα οκτώ. Είχεν όλαις τες χάραις επάνωθεν του, την ανδρείαν, την ωραιότηταν, την σωφροσύνην, την ελεημοσύνυην, την δικαιοσύνην και την ημερότητα.

Από συνέχειαν... Η ΡΟΑΞΑΝΔΡΑ ΣΚΟΤΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΛΥΠΗΝ

Από συνέχειαν... 
Η Ροξάνδρα εγύρισε προς τους άρχοντες και είπεν,
-άρχοντες σας παρακαλώ να εξεβείτε ολίγον έξω, μήπως και συνέλθει η καρδία μου.
Εξέβησαν οι άρχοντες, και μένοντας η Ροξάνδρα μοναχή, εφίλησε τον Αλέξανδρο τρεις φορές, και είπεν,
-εγώ δεν δύναμαι πλέον να υπομαίνω τον θάνατον σου, και αγαπημένε Αλέξανδρε, κάλιον έχω να αποθάνω σήμερον μετα σού, παρά να ζω χωρίς να σε βλέπω, Βασιλέα μου.

Τότε ευγάνει το παραμάχαιρον του Αλέξανδρου από την ζώνην του, και καρφώνοντας το εις την καρδίαν της, εσφάγει και εξεψύχησεν την ώραν εκείνην.

Η ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΒΛΕΠΕΙ ΟΝΕΙΡΟΝ Συνεχίζεται.....

Το βράδυ εις το όνειρον της η Ολυμπιάς είδε πώς ήλθεν ο Θεός Άμμων εις το παλάτιον της, την αγκαλίασε και έλαβεν μεγάλην θεραπείαν από αυτόν. Της εφάνη πώς την επλάκωσεν επάνω εις ένα χρυσόν κρεββάτι και της είπε,
-σήμερον η μήτρα σου θα λάβει παιδίον.
Ευθύς εξύπνησεν η Ολυμπιάς και κράζει τον Νεκτεναβόν και του λέει,
-Απόψε είδα τον θεόν εκείνον εις τον ύπνον μου, και επιθυμώ πολλά να μείνω με αυτόν.
Ο Νεκτεναβός την ηρώτησεν τι λογής τον είδε, και εκείνη του είπεν,
Ώς έναν τράγον μεγαλοκέρατον, και κάμε την τέχνη σου δια να μεταέλθει βράδυν.
Ο Νεκτεναβός της είπεν,
-Εάν θέλεις να λάβεις το ποθούμενον σου, δώς μου άδειαν να μείνω εις το παλάτιν σου, δια να κάμω συντροφίαν του Θεού του Άμμωνος.
Αυτή του απηλογήθει και του είπε,
-Σου δίδω κάθε ελευθερίαν να έχεις, μόνον αυτόν τον Θεόν να κάμεις δια να τον έχω εις συντροφίαν μου.
Ο Νεκτεναβός της απεκρίθει,

-Βράδυ θέλω σου τον φέρει χωρίς άλλο, και μείνε ήσυχη.


Συνεχίζεται.....

Η ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΝ

Επήγεν εκεί η σκλάβα και έφερεν τον νεκτεναβόν εις την βασίλισσαν. Η βασίλισσα τον ερώτησεν,
-είσε σύ εκείνος ο περίφημος εις τας μαγείας οπου ακούω;
Της απεκρίθει ο νεκτεναβός,
-ναι, εγώ είμαι κυρία μου, αν ορίζεις τίποτε ειπέ μου την υπόθεσην και άφε εμέναν να κάμω.
Η ολυμπιάς έβγαλεν έξω όλους, όσους και αν ήσαν εκεί, και εδιηγήθειν του Νεκτεναβού λέγουσα,
-Ο άνδρας μου βλέπωντας πως δεν κανω παιδί, μου είπεν ότι ανίσως και δεν εύρει κληρονόμον από λόγου μου όταν γυρίσει από το ταξίδιν του, πλέον δεν θέλουν με ειδεί τα μάτια του. Δια τούτο σε παρακαλώ, αν ίσως ηξεύρεις τίποτε να με διδάξεις δια να κάμω παιδί, θέλεις το ειπείν μίαν ώραν ομπροστήτερα, διατί σήμερον εδιάβειν ο βασιλεύς έξω, και αν ίσως πιασθεί παιδίον εις εμέ, κάνε να μην μου το ειπεί νόθον.
Ο Νεκτεναβός της ειπεν,
-Έχε θάρρος βασίλισσα μου, και εγώ θέλει κάμει τον θεόν τον Άμμωναν με τες μαγείες μου να έλθει να μείνει μετ εσένα δια να κάμεις παιδίν αρσενικόν οπου να λυθεί η πίκρα σου. Βράδυ θέλεις ειδεί εις τον ύπνον σου αυτόν τον θεόν τον Άμμωνα να έλθει εις εσέ, ο οποίος θέλει είναι η αφορμή της γεννήσεως του παιδίου. Οσάν τον ειδείς, τίποτα μην φοβηθείς, αλλά κάμε εκείνον που θέλει σου ειπεί. Ιδού, εγώ πηγαίνω δια να κάμω τες τέχνες μου δια να τον αναγκάσω να έλθει.

Επήγεν εις το σπίτιν του και έκαμεν τες μαγείες του, δια να φανερωθεί εις τον ύπνον της Ολυμπιάδος ωσάν ο θεός Άμμων.

ΠΕΡΙ ΟΛΥΜΠΙΑΔΟΣ

Ο Βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος είχε γυναίκα ωραίαν ονόματι Ολυμπιάδα η οποία ήτον και πολλά πικραμμένη οπου δεν έκανε παιδίον και ήτον πάντα φοβισμένη μήπως και την αφήσει ο Φίλιππος δια την ατεκνίαν της. Εκείνες τις ημέρες εδιάβει ο Φίλιππος έξω δια να πολεμήσει με τους εχθρούς του. Πριν να μισσεύσει έκραξε την Ολυμπιάδα και της είπεν,
-Ιδού, εγώ θέλω υπάγει εις τον πόλεμον και όσον καιρόν ευρίσκομαι εδώ, κάμε ότι ημπορέσεις δια να εύρω παιδίν από λόγου μου όταν στραφώ από τον πόλεμον, ειδέ και μη δεν εύρω, πλέον τα μάτια μου δεν θέλουν σε μεταϊδεί.
Η Ολυμπιάς ως αγρόικησε το σκοπόν του Φιλίππου, εσέβη εις τον λογισμόν τι να κάμει, και εστέκετο συγχισμένη και πικραμμένη πολλά.
Μια από τες σκλάβες τις ωσάν την είδε πικραμμένην, της είπε,
-Ήξευρε βασίλισσα , πως εδώ εις το κάστρον ήλθεν ένας ξένος μάγος και αστρονόμος περίφημος, και ότι ειπεί όλα αληθεύουν και ψέματα δεν λέγει. Εκείνος ημπορεί να κάμει τίποτε δια να γεννήσεις παιδίον.
Ωσάν ήκουσεν η βασίλισσα τους λόγους της σκλάβας, ευθύς της είπε,

-σύρε ογλίγωρα να τον εύρεις και να μου τον φέρεις εδώ να τον ιδώ.

ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΖΗΤΟΥΝ ΤΟΝ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΝ

Επήγαν το ταχύ οι άρχοντες της Αιγύπτου εις το παλάτι κατά τη συνήθειαν, δια να συμβουλευθούν με τον βασιλέα τους δια τα φουσάτα οπου ήρχοντο, και δεν τον ηύραν εκεί. Ηύραν όμως μίαν επιστολήν όπου έγραφεν ούτος.
-Αγαπημένοι μου άρχοντες και λοιποί, σας δίδω την είδησην ότι εγώ, με το να είδα ότι δεν ημπορώ να αντισταθώ εις τα φουσάτα όπου ήρχοντο κατά πάνω μου, φεύγω από την Αίγυπτο και μετα από εικοσιτέσσερις χρόνους, πάλιν θέλω γυρίσει. Τώρα μισσεύω γέρων, και τότε θέλω γυρίσει νέος. Σας παρακαλώ να μην βαρεθείτε εις το να στήσετε έναν στύλον εις τη μέσην της Αιγύπτου και να ζωγραφίσετε το πρόσωπον μου επάνω βάνωντας και το στεφάνι μου εις την κορυφήν του στύλου. Είτις έλθει να σταθεί εις την ρίζαν του στύλου και πέσει το στεφάνιν μου εις το κεφάλιν του επάνω, θέλετε τον προσκυνήσει, ότι θέλει είναι υιός μου εκείνος.
Ωσάν είδαν αυτήν την επιστολήν οι άρχοντες, τους εκακοφάνει δια τον μισεμόν του, και παρευθύς επρόσταξαν να γίνει ο στύλος κατά πως τους εδιέταξε και έβαλαν το στεφάνιν του εις την κορυφήν.


Ο Νεκτεναβός εδιάβει την Μακεδονίαν, εις τη χλωραν των Φιλίππων, ονομαζόμενην εις το παλαιόν, Πέλλα. Εκεί έκανε του λόγου τον μάγον και αστρονόμον περίφημον, και εις τα όσα τον ερωτούσαν, εις όλα αλήθευαν οι μαγίαις του.

Ο ΒΕΡΒΕΡΗΣ ΗΛΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΝ


Ένας στρατιώτης ονόματι Βερβέρης, βλέπωντας τα φουσάτα οπου ήρχοντο καταπάνω του Νεκτεναβού του βασιλέως του, έτρεξε προς αυτόν και του είπεν,
-ήξευρε Βασιλεύ, ότι άπειρα φουσάτα έρχονται δια να σε πολεμίσουν, και κάμε την κυβέρνησιν δια να μην μας αφανίσουν.
Ως ήκουσε τους λόγους τούτους ο Νεκτεναβός, είπε του Βερβέρη γελώντας,
-σύρε αναπαύσου και εγώ με έναν λόγον θέλω τους κάμει όλους να επιστρέψουν εις τους τόπους τους χωρίς να μας βλάψουν τίποτε.
Εσηκώθει, εσέβει εις την οικίαν του, άρχισε να κάμει την τέχνην της μαντείας, και είδε πως χάνει το βασίλειον του και πως θέλει νικηθεί. Τότε εζαλίσθει πολύ, έκλαυσε πικρώς, και είπεν,
-Ώ κάστρον ωραιότατον της Αιγύπτου οπου σε ετίμησα με τόσα πλούτη, και τώρα σε στερίζομαι.

Εξύρισε ευθύς τα γένια του, άλλαξε την φορεσίαν του, επήρε δηνάρια κοντά του όσα ημπόρεσε, και έφυγεν από την Αίγυπτον αγνώριστος.

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΥ

Ούτος ο θαυμαστός αστρονόμος και βασιλεύς Νεκταναβός, εβασίλευσεν εις όλην την Αίγυπτον με τα μαγικά του τεχνάσματα.Αυτός ήυρεν με τις μαγείες του τα όσα ήθελαν του συνέβει, και καμίαν φοράν δεν εξέβαινεν εις πόλεμον, αλλά εκάθητο εις το παλάτιν του και έκανεν τις μαγείες του. Όταν επήγαιναν κατά πάνω του, εγύριζαν κακώς έχοντες εις τους τόπους τους. Βλέποντες λοιπόν οι βασιλείς το κακό οπου τους έκανεν, εσυμφώνησαν κοινώς να έλθουν κατά πάνω του, να τον εξολοθρεύσουν. Αυτοί ήσαν ο Δαρείος Βασιλεύς της Περσίας, ο Βασιλεύς της Λενθίας και της Ιβερίας, και άλλοι πολλοί οπου εσύναξαν τα φουσάτα τους και εκίνησαν κατά πάνω του.

ΠΕΡΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Η Μακεδονία είναι επαρχία μεγάλη της Ευρώπης, όπου συνορεύει από το μέρος του Βορέως με την Δαλματίαν, Σερβίαν, Βουλγαρίαν και Θράκην. Από της Ανατολής με το Αιγαίον πέλαγος. Από την Μεσημβρίαν με την Ήπειρον και Θεσσαλίαν. Από Δύσιν με το Ιόνιον Πέλαγος. Αυτή ποτέ καιρόν έφθασε εις άκρον βαθμόν της μεγαλειότητος διά πολλών βασιλέων, οπου έλαβε, και μάλιστα δια Φιλίππου, και Αλεξάνδρου πατρός και Υιού. Πρώτον μέν έλαβε την αρχήν της φήμης από τον Φίλιππον, δια τους πολλύς πολέμους, οπου έκαμε εναντίον των Ολυνθίων και άλλων Δημοκρατιών της Ελλάδος, ο οποίος εβασίλευσεν εις τους 5136 από κτίσεως κόσμου. Εις τον δέκατον έκτον χρόνον της αυτού βασιλείας, έδωκεν εις το φως η Ολυμπιάς η γυνή του τον μέγαν θαυμαστόν Αλέξανδρον, ο οποίος δεν ήτο σπέρμα του αυτού Φιλίππου, αλλά ήτον του Νεκτεναβού βασιλέως της Αιγύπτου, θαυμαστού αστρονόμου και Μάγου, ως θέλετε το αγροικήσει και καταλεπτώς εις την ακόλουθον διήγησιν.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣ ΤΟ ΕΡΓΟΝ

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ

(Λαϊκό Μυθιοστόρημα -  Επιμέλεια (αντιγραφή και εκτύπωση) Κυριάκος Ταπακούδης)

Παρά *Ψευδοκαλλισθένους, νέα εξήγησις και επιμελώς διορθωθείσα διήγησις περι Αλεξάνδρου του Μακεδόνος περιέχουσα τον βίον αυτού, τους πολέμους, τα κατορθώματα, τους τόπους οπου περιόδευσεν, ομού δε και τον θάνατον αυτού, και άλλα πλείστα περίεργα και ωραία.
Διήγησις εξαίρετος και όντως θαυμασία του κοσμοκράτορος Αλεξάνδρου του βασιλέως περί της γεννήσεως και της ζωής του, της ανατροφής του και της ανδρείας του. Ήτον από τον θεόν ορισμένος και ήτον φρόνιμος και έμορφος και χαροποιός εις τους αυθεντάδες και εις την στρατείαν και είχεν χέρι καλό να φιλοδωρή και να στέκη εις τον λόγον του, να μηδέν σφάλη τους όρκους του. Και μετά ταύτα εβασίλευσεν όλον τον κόσμον.

*Σημείωση
Ονομάζεται Ψευδοκαλλισθένης διότι πρόκειται για ψευδεπίγραφο όνομα άγνωστου ο οποίος φέρεται ως συγγραφέας της λαϊκής φανταστικής μυθιστορηματικής βιογραφίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου