ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Ως είδε ο Αλέξανδρος ότι όλα τα παιδία έμειναν νικημένα από λόγου του, εβουλήθει  να πάει εις τον Μωρέαν, εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, όπου εσυνήθιζαν να κάνουν οι  Έλληνεςεις κάθε πέντε χρόνους. Εις αυτούς ντους αγώνας εεπήγαιναν από όλα τα μέρη της γης, βασιλείς, ηγεμώνες, άρχοντες και κάθε λογής άνθρωποι οι οποίοι έκαναν κάθε λογής παιχνίδια. Άλλοι επάλευαν γυμνοί, άλλοι έτρεχαν πεζοί, άλλοι καβαλλαραίοι, άλλοι εις αμάξια, άλλοι έριχναν λιθάρι, και άλλοι έκαναν άλλα. Όποιος ενικούσε, ελάμβανε μεγάλες τιμές, και τον φήμιζαν παντού. Ο Αλέξανδρος ηθέλησεν να πηγαίνει εκεί, δια να δοκιμάσει αν ομοίως η τέχνη του τον βοηθεί, και έτσι έλαβε το θέλημα από τον πατέρα του. Ο Φίλιππος επρόσταξε να αρματώσουν έναν κάτεργον όλον περιχρυσωμένον, και ούτως ετοίμασαν όλα τα χρειαζόμενα δια το ταξίδιν, και έδωκεν πολλότατα αργύρια δια εξόδων.
Εμίσσευσεν ο Αλέξανδρος αντάμα με τον Πτολεμαίον, και μετ ολίγον καιρόν έφθασαν εις την επαρχίαν του Γαστουνιού, εις χώραν λεγομένην Πήσσα, εις την οποιαν εγίνοντο οι Ολυμπιακοί αγώνες. Εις αυτήν ήτο εκείνος ο θαυμαστός ναός του Ολυμπίου Διός.
Πηγαινόμενος εκεί, ήβρε τον υιόν του Δαρείου Νικόλαον ονομαζόμενον, με άλλα πολλά αρχοντόπουλα οπου είχαν πηγαίνει εκεί δια τους αυτούς αγώνας. Μίαν των ημερών, εσυναντήθησαν ο Αλέξανδρος με τον Νικόλαον. Ο Αλέξανδρος εχαιρέτησε τον Νικόλαον, ο δε Νικόλαος ως υπερήφανος που ήτο, δεν εκατεδέχθει τον χαιρετισμόν του. Ευθύς ο Αλέξανδρος του είπεν,
-όντως υιός είσαι του υπερήφανου Δαρείου, που ονομάζει του λόγου του θεόν, όμως εσύ, ωσάν και αυτός, από την πολλήν σας υπερηφάνεια, ογλήγωρα θέλει πέσετε κάτω. Αύριον μάλιστα, σε έχω καλεσμένον εις τον αγώναν δια να τρέξωμεν, και να ειδείς πως θέλεις πέσεις από την υπερηφάνεια σου.

Ο Νικόλαος του υπεσχέθει ότι την ερχόμενην ημέραν να εύγουν εις τον αγώνα. 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ ΒΟΥΚΕΦΑΛΟΥ

Μίαν των ημερών έφεραν του Φιλίππου είδησιν, ότι εις την Λακίνιαν της Βασιλείας του εγεννήθη έναν άλογον πολλά θαυμαστόν, με ένα σημάδι εις το δεξιόν του ποδάρι, έχοντας το κεφάλι εις είδος βοϊδίου, και κέρατα μεγάλα έως μίαν πήχην. Παρευθύς ο βασιλεύς ώρισε να του το φέρουν, και εθαύμασεν εις την ευμοορφίαν του, και εις το σημάδιν οπου είχεν. επρόσταξε να το βάλουν εις έναν στάβλον, και κανείς δεν ετολμούσεν να το καβαλικεύσει, ή να το σιμώσει. Ο Αλέξανδρος επήγαινε συχνά εις αυτό, και το εχάιδευε, εκείνο δε το εχαίρονταν, εχυλιμηντρούσεν, και του έγλυφε το χέρι. Ο Φίλιππος κατα συνήθειαν μίαν φοράν την εβδομάδα, έδιδε θέλημα να κάμουν ιππόδρομον οι άρχοντες του με τους πρώτους καβαλλαρέους του, και τρέχοντας τα άλογα, αυτός εκάθετο και τους εκοίταζεν. Ο Αλέξανδρος επήγεν εις τον στάβλον κρυφά, εσέλλωσεν τον βουκεφάλαν, τον εκαβαλλίκευσεν ώσπερ να ήτον μαθημένος, και εβγήκεν εις τον ιππόδρομον. Ότι τον είδεν ο λαός και εκείνοι οπου έτρεχαν, τον επροσκύνησαν ωσάν υιόν του βασιλέα οπου ήτον. Ο Αλέξανδρος εζήτησεν τον Πτολεμαίον να τρέξουν μαζί, και ούτως αφέθηκαν εις το τρέξιμον. Ο Αλέξανδρος επέρασεν τον πτολεμαίον έως ενός τόξου βολήν και όλοι εθαύμασαν, διατί ο πτολεμαίος ήτον ο πρώτος εις το τρέξιμον. Εχάρην ο Φίλιππος θαυμάζοντας δια την καβάλλαν του, και δια το τρέξιμον το πολύν οπού έκαμε, και είπεν,
-ουρανέ, ήλιε και σελήνη, σήμερον να ηξεύρετε ότι στο σπαθί του Αλέξανδρου με τους μακεδόνας, θέλουν συντρίψει τα σπαθιά όλου του κόσμου.
Από εκείνην την ώρα ο Φίλιππος επρόσταξε να συναθροίζονται πεδία συνομήλικα του Αλεξάνδρου, δια να κάνουν άθλησιν εις τα πολεμικά όπλα, και να μαθαίνουν την τάξιν του πολέμου. Εσυνάζοντο λοιπόν καθημερινώς, ετόξευαν, εκτυπούσαν κονταριές, και πάντα ο Αλέξανδρος ενικούσεν εις όλα.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΥ

Επήρεν ο Νεκτεναβός μιαν ημέραν τον Αλέξανδρον και τον ανέβασεν εις έναν πύργον δια να του δείξει τους πλανήτας του ουρανού. Εκεί τον ερώτησεν ο Αλέξανδρος και του είπεν,
-συ που ηξεύρεις τόσα, ηξεύρεις και πότε θέλεις αποθάνη;
Ο Νεκτεναβός του αποκρίθει,
-από τα χέρια του υιού μου θέλω λάβει θάνατον.
Ο Αλέξανδρος είπεν,
-πώς είναι δυνατίν ο υιός να φονεύσει τον πατέρα;
Και ευθύς τον έριξεν κάτω από τον πύργον λέγωντας του,
-αλησμόνησες διδάσκαλε την τέχνην σου επειδή δεν ήξευρες ότι θέλω σε φονεύσει εγώ.
Ο δε Νεκτεναβός εφώναξε, λέγωντας,
-διατί με εκρέμμησες, αφού εγώ είμαι ο πατέρας σου και σύ είσαι ο υιός μου;
Ο Αλέξανδρος του είπεν,
-πως είμαι εγώ υιός σου οπού ο πατέρας μου είναι ο Φίλιππος;
Ο δε Νεκτεναβός του εδιηγήθει τα πάντα, πώς είναι από την σποράν του και όχι από του Φιλίππου, και μετά την διήγησιν εξεψύχισεν.
Όταν είδεν ο Αλέξανδρος πως αυτός ήτον ο πατέτρας του, ελυπήθη κατά πολλά ότι έγινε πατροκτόνος , τον επήρεν εις τους ώμους του, τον επήγεν εις το σπίτιν του, και τον έκλαυσεν όλην εκείνην την ημέραν.
Έκραξεν ευθύς την μητέραν του και της είπεν,
-αλήθεια είναι αυτός ο πατέρας μου οπου τον είχες στο κραββάτι και σου έλεγε πως ο Θεός Άμμων έρχεται να κοιμάται με σένα και σε εγέλασεν;
Η Ολυμπιάς του ωμολόγησεν την κάθε υπόθεσην πώς ηπατήθει από αυτόν, και έκαμεν την μοιχείαν.

Ωσάν εβεβαιώθη καλά ο αλέξανδρος, οικονόμησε και τον έθαψαν με μεγάλην τιμήν ως διδάσκαλον του, ο δε Φίλιππος από αυτά, καμμίαν είδησιν δεν είχε.

ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Οπόταν ήλθεν ο καιρός να γεννήσει η Ολυμπιάς, αυτό το θαυμαστόν παιδίον εκινδύνευσε πολύ.
Ωσάν εγεννήθει τό παιδίν, έγιναν παρευθύς βρονταίς με άνεμον, και ήλθε κοντά της μιά αντάρα, και την περιεκύκλωσεν εις τρόπον όπου εφοβήθησαν μικροί και μεγάλοι. Ο Φίλιππος εχάρη κατα πολλά, και έδωκεν  ορισμόν εις όλαις ταις χώραις του νά κάμουν όλοι μεγάλαις χαρές για την γέννησιν του παιδίου του. Το παιδίον ανετράφη και εσύντηχε, και όταν ήλθεν εις ηλικίαν τεσσάρων χρόνων, έκραξεν ο Φίλιππος τον μέγαν Αριστοτέλην τον διδάσκαλον, και του παρέδωσεν τον Αλέξανδρον δια να τον μάθη τα γράμματα. Ο Αλέξανδρος εις ολίγους χρόνους έμαθεν  γραμματικήν, ρητορικήν, φιλοσοφίαν, και επρόκοπτε καλά, τα δε άλλα παιδία του σχολείου τον εφθονούσαν και τον εζήλευαν.
Μίαν ημέραν λέγει της μητρός του ο Αλέξανδρος,
-μητέρα μου, ποθώ να μάθω την Αστρονομίαν των Αιγυπτίων, και παράδωσε με εις τόν Νεκτεναβόν, ότι ήκουσα ότι είναι πολλά άξιος εις τα Αστρονομικά και Μαγικά.
Η Όλυμπιάς έκραξε τον Νεκτεναβόν και του παρέδωκε τον Αλέξανδρον να τον μάθει τες επιστήμες του.
Επήρεν τον λοιπόν ο Νεκτεναβός και τον εμάθαινεν τες επιστήμες του, από δε το ταχύ έως το γεύμα επήγαινεν ο αλέξανδρος εις τον αριστοτέλην και εμάθαινε, και από το γεύμα έως το βράδυ πάλιν επήγαινεν εις τον πονηρόν Νεκτεναβόν.
Μία των ημερών εσύναξεν τα παιδία ο Αριστοτέλης οπου είχεν εις το σχολείον του όλα τα συνομίληκα του Αλεξάνδρου, και τα έβαλεν εις δύο τάξεις. Εις την μίαν τάξην έβαλε τον Αλέξανδρο πρωτοστάτωρα. Εις δε την άλλην τάξιν έβαλε τον Πτολεμαίον. Τα αράδιασεν  όλα κατά τάξιν, τους έδωκεν από έναν ξύλον εις το χέριν ολονών και τα επρόσταξε να πολεμήσουν το ένα μέρος με το άλλο. Άρχισαν να πολεμούν, ο δε Αλέξανδρος εμπήκεν εις την μέσην τους, τα εκατατσάκισε, τα ενίκησεν όλα και τα έφερεν εις το μέρος του.
Επήγεν και τον επήρεν από το χέρι και του είπεν,
-Αλέξανδρε, αν ίσως γένεις βασιλεύς και ορίσεις τον κόσμον όλον, τι καλόν θέλεις μου κάμεις;
Ο Αλέξανδρος απεκρίθει και του είπε,
-Διδάσκαλε, αν ίσως γένει αυτό που λέγεις και γίνω Αυτοκράτωρ του κόσμου όλου, εσένα θέλω κάμει μέγαν άνθρωπον, να είσαι πάντα μετ εμού.
Και ο Αριστοτέλης του είπε,
-Χαίρε λοιπόν, Αλέξανδρε Αυτοκράτωρ, ότι εις εσέ θέλει έλθει το βασίλειον να εξουσιάσεις όλον τον κόσμον.

-

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΥ

Μανθάνωντας τούτο ο Νεκτεναβός, ευθύς μετεμορφώθη εις ένα ζώον φοβερόν και ήτον το κεφάλι του ωσάν αετού, τα πτερά του ωσάν τοϋ Βασιλίσκου, και οι πόδες του ωσάν του Πάρδου. Ούτως έφανερώθη εις τήν μέσην, όπου εκάθητο ό Φίλιπ­πος με όλους του τούς άρχοντας και με τήν Ολυμπιάδα, και εφώναξε μεγάλως, και επήγε να αγκαλιάση την Ολυμπιάδα, και την εφίλησε και έπειτα μεταμορφωθείς εις είδος γερακίου, επέταξεν. Ο Φίλιππος και οι περιεστώτες ετρόμαξαν από τον φόβον τους και ερωτούσαν τι να ήτον εκείνο το ζώον η δε Ολυμπιάς απεκρίθη και είπεν ότι αυτός ήτον ό θεός ό Άμμων. Ώς ήκουσεν ο Φίλιππος, εχάρη κατά πολλά, ότι έμελλε να κάμη παιδί με την χάριν των θεών.

ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ

Επήγεν ό Νεκτεναβός και επήρεν ένα πουλίον το λεγόμενον Κουκουβάγια, και έκαμε μέ αυτό ταις μαγείαις του, διά νά ιδή ενύπνιον ό Φίλιππος την έγγαστρίαν της Όλυμπιάδος. Βλέπει λοιπόν εις τό ονειρον του τόν Αμμωνα μέ την Όλυμπιάδα αντάμα, και τής έλεγεν όγλίγωρα θέλεις κάμει παιδι αρσενικον, το οποιον θέλει ορίσει ολην την οικουμένην. Αυτό βλέπωντας ό Φίλιππος ετρόμαξε, και εξύπνησε κράζοντας ευθύς ένα Μάγον όπου είχε, πολλά προκομμένον, και του έδιηγήθη το ονειρον. Ο Μάγος του απεκρίθη,
-αυτό τό ονειρον όπου είδες είναι αληθινον, και αυτον όπου είδες εις τό σπίτι σου, έχε τον διά θεόν σου, διατι οί θεοί ωρέχθηκαν την ευμορφίαν της Ολυμπιάδος, και ηθέλησαν να κά­μουν παιδί με αυτήν.
Ώς ήκουσεν ό Φίλιππος, ηπατήθη εις αυτά τά λόγια, και ευθύς εμίσευσεν και επήγεν εις τό σπήτι του. Εύρεν εκεί την Όλυμπιάδα πολλά πικραμένην, και αυτός τήν έπαρηγορούσε λέγωντάς της,
-άν οι θεοι ηθέλησαν να κάμουν αυτό το πράγ­μα, ημείς τί ημπορούμεν να κάμωμεν; Αύτοι μας εξουσιάζουν, και μας κάνουν ότι θέλουν, μην έχης πλέον κακήν καρδίαν διά αυτό.
Ώς ήκουσεν η Όλυμπιάς εκείνο όπου της είπεν ό Φίλιππος, ότι έσμιξε θεός με αυτήν, όλη αγαλλίασε και εχάρη. Όμως μετ ολίγας ημέρας ηθέλησεν ο Φίλιππος να την εξετάξη πώς εσυνέβη αυτή η υπόθεσις, διατι ήτον εις αμφιβολίαν