Ο ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΣ ΑΠΑΤΑ ΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ

Ωσάν έλαβεν ο Νεκτεναβός από την Ολυμιάδα την άδειαν δια να μείνει εις το παλάτιν της, επήγεν και επήρεν κέρατα μεγάλα και έναν τομάριν τράγου. Έβαλε τα κέρατα εις το κεφάλιν του, ενδύθει το δέρμα του τράγου γινόμενος σαν εκείνος θεός, και επήγε το βράδυ εις το κρεββάτιν της Ολυμπιάδος. Έμεινε με αυτήν ολίγην ώραν, έπειτα της είπε,
-Βασίλισσα το παιδίον οπου γεννηθεί, θέλει είναι αρσενικόν, θέλει έχει μεγάλες χάρες επάνω του, και θέλει ορίσει όλην την οικουμένην.
Τότε εκατέβει από το κραββάτι και εδιάβειν εις την κατοικίαν του.
Το ταχύ εσηκώθει η Ολυμπιάς και επήγεν εις τον Νεκτεναβόν και του είπεν,
-Απόψε με τον Θεόν έλαβα μεγάλην αγαλλίασην, και σε παρακαλώ κάμε τον να έρχεται κάθε βράδυ εις εμέ.
Ο Νεκτεναβός της είπε,
-Δος μου τελείαν την άδειαν να σου τον φέρνω κάθε βραδυ,
Η Ολυμπιάς του είπεν,
-Πάλιν θέλεις να σου δώσω άδειαν, εγώ σου είπα να μην έχεις κανέναν εμπόδιον , και κάμε εκείνον οπου ηξεύρεις.
Ωσάν επήρεν τέτοιαν ελευθερίαν ο Νεκτεναβός, ήτο πάντα με αυτήν, και έκανε εκείνο που επιθυμούσεν, ημέραν και νύχταν.
Απερνώντας καμπόσος καιρός, εγγαστρώθην η Ολυμπιάς, και άρχισε να αγροικά το παιδίον εις την κοιλίαν της. Κράζει τον Νεκτεναβόν και αρχίνησεν να κλαίει λέγουσα,
-Πώς να κάμω, αν ίσως και έλθει ο άνδρας μου και με εύρει αγγαστρωμένην, οπου φοβούμαι να μη με φονεύσει.
Ο Νεκτεναβός της είπεν,

-Άφησε εμένα την κυβέρνησην δι αυτήν την υπόθεσην.