ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ ΒΟΥΚΕΦΑΛΟΥ

Μίαν των ημερών έφεραν του Φιλίππου είδησιν, ότι εις την Λακίνιαν της Βασιλείας του εγεννήθη έναν άλογον πολλά θαυμαστόν, με ένα σημάδι εις το δεξιόν του ποδάρι, έχοντας το κεφάλι εις είδος βοϊδίου, και κέρατα μεγάλα έως μίαν πήχην. Παρευθύς ο βασιλεύς ώρισε να του το φέρουν, και εθαύμασεν εις την ευμοορφίαν του, και εις το σημάδιν οπου είχεν. επρόσταξε να το βάλουν εις έναν στάβλον, και κανείς δεν ετολμούσεν να το καβαλικεύσει, ή να το σιμώσει. Ο Αλέξανδρος επήγαινε συχνά εις αυτό, και το εχάιδευε, εκείνο δε το εχαίρονταν, εχυλιμηντρούσεν, και του έγλυφε το χέρι. Ο Φίλιππος κατα συνήθειαν μίαν φοράν την εβδομάδα, έδιδε θέλημα να κάμουν ιππόδρομον οι άρχοντες του με τους πρώτους καβαλλαρέους του, και τρέχοντας τα άλογα, αυτός εκάθετο και τους εκοίταζεν. Ο Αλέξανδρος επήγεν εις τον στάβλον κρυφά, εσέλλωσεν τον βουκεφάλαν, τον εκαβαλλίκευσεν ώσπερ να ήτον μαθημένος, και εβγήκεν εις τον ιππόδρομον. Ότι τον είδεν ο λαός και εκείνοι οπου έτρεχαν, τον επροσκύνησαν ωσάν υιόν του βασιλέα οπου ήτον. Ο Αλέξανδρος εζήτησεν τον Πτολεμαίον να τρέξουν μαζί, και ούτως αφέθηκαν εις το τρέξιμον. Ο Αλέξανδρος επέρασεν τον πτολεμαίον έως ενός τόξου βολήν και όλοι εθαύμασαν, διατί ο πτολεμαίος ήτον ο πρώτος εις το τρέξιμον. Εχάρην ο Φίλιππος θαυμάζοντας δια την καβάλλαν του, και δια το τρέξιμον το πολύν οπού έκαμε, και είπεν,
-ουρανέ, ήλιε και σελήνη, σήμερον να ηξεύρετε ότι στο σπαθί του Αλέξανδρου με τους μακεδόνας, θέλουν συντρίψει τα σπαθιά όλου του κόσμου.
Από εκείνην την ώρα ο Φίλιππος επρόσταξε να συναθροίζονται πεδία συνομήλικα του Αλεξάνδρου, δια να κάνουν άθλησιν εις τα πολεμικά όπλα, και να μαθαίνουν την τάξιν του πολέμου. Εσυνάζοντο λοιπόν καθημερινώς, ετόξευαν, εκτυπούσαν κονταριές, και πάντα ο Αλέξανδρος ενικούσεν εις όλα.