Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΥ

Επήρεν ο Νεκτεναβός μιαν ημέραν τον Αλέξανδρον και τον ανέβασεν εις έναν πύργον δια να του δείξει τους πλανήτας του ουρανού. Εκεί τον ερώτησεν ο Αλέξανδρος και του είπεν,
-συ που ηξεύρεις τόσα, ηξεύρεις και πότε θέλεις αποθάνη;
Ο Νεκτεναβός του αποκρίθει,
-από τα χέρια του υιού μου θέλω λάβει θάνατον.
Ο Αλέξανδρος είπεν,
-πώς είναι δυνατίν ο υιός να φονεύσει τον πατέρα;
Και ευθύς τον έριξεν κάτω από τον πύργον λέγωντας του,
-αλησμόνησες διδάσκαλε την τέχνην σου επειδή δεν ήξευρες ότι θέλω σε φονεύσει εγώ.
Ο δε Νεκτεναβός εφώναξε, λέγωντας,
-διατί με εκρέμμησες, αφού εγώ είμαι ο πατέρας σου και σύ είσαι ο υιός μου;
Ο Αλέξανδρος του είπεν,
-πως είμαι εγώ υιός σου οπού ο πατέρας μου είναι ο Φίλιππος;
Ο δε Νεκτεναβός του εδιηγήθει τα πάντα, πώς είναι από την σποράν του και όχι από του Φιλίππου, και μετά την διήγησιν εξεψύχισεν.
Όταν είδεν ο Αλέξανδρος πως αυτός ήτον ο πατέτρας του, ελυπήθη κατά πολλά ότι έγινε πατροκτόνος , τον επήρεν εις τους ώμους του, τον επήγεν εις το σπίτιν του, και τον έκλαυσεν όλην εκείνην την ημέραν.
Έκραξεν ευθύς την μητέραν του και της είπεν,
-αλήθεια είναι αυτός ο πατέρας μου οπου τον είχες στο κραββάτι και σου έλεγε πως ο Θεός Άμμων έρχεται να κοιμάται με σένα και σε εγέλασεν;
Η Ολυμπιάς του ωμολόγησεν την κάθε υπόθεσην πώς ηπατήθει από αυτόν, και έκαμεν την μοιχείαν.

Ωσάν εβεβαιώθη καλά ο αλέξανδρος, οικονόμησε και τον έθαψαν με μεγάλην τιμήν ως διδάσκαλον του, ο δε Φίλιππος από αυτά, καμμίαν είδησιν δεν είχε.