Ο ΒΕΡΒΕΡΗΣ ΗΛΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΝ


Ένας στρατιώτης ονόματι Βερβέρης, βλέπωντας τα φουσάτα οπου ήρχοντο καταπάνω του Νεκτεναβού του βασιλέως του, έτρεξε προς αυτόν και του είπεν,
-ήξευρε Βασιλεύ, ότι άπειρα φουσάτα έρχονται δια να σε πολεμίσουν, και κάμε την κυβέρνησιν δια να μην μας αφανίσουν.
Ως ήκουσε τους λόγους τούτους ο Νεκτεναβός, είπε του Βερβέρη γελώντας,
-σύρε αναπαύσου και εγώ με έναν λόγον θέλω τους κάμει όλους να επιστρέψουν εις τους τόπους τους χωρίς να μας βλάψουν τίποτε.
Εσηκώθει, εσέβει εις την οικίαν του, άρχισε να κάμει την τέχνην της μαντείας, και είδε πως χάνει το βασίλειον του και πως θέλει νικηθεί. Τότε εζαλίσθει πολύ, έκλαυσε πικρώς, και είπεν,
-Ώ κάστρον ωραιότατον της Αιγύπτου οπου σε ετίμησα με τόσα πλούτη, και τώρα σε στερίζομαι.

Εξύρισε ευθύς τα γένια του, άλλαξε την φορεσίαν του, επήρε δηνάρια κοντά του όσα ημπόρεσε, και έφυγεν από την Αίγυπτον αγνώριστος.