Το βράδυ εις το όνειρον της η Ολυμπιάς είδε πώς ήλθεν ο Θεός Άμμων εις το
παλάτιον της, την αγκαλίασε και έλαβεν μεγάλην θεραπείαν από αυτόν. Της εφάνη
πώς την επλάκωσεν επάνω εις ένα χρυσόν κρεββάτι και της είπε,
-σήμερον η μήτρα σου θα λάβει παιδίον.
Ευθύς εξύπνησεν η Ολυμπιάς και κράζει τον Νεκτεναβόν και του λέει,
-Απόψε είδα τον θεόν εκείνον εις τον ύπνον μου, και επιθυμώ πολλά να μείνω
με αυτόν.
Ο Νεκτεναβός την ηρώτησεν τι λογής τον είδε, και εκείνη του είπεν,
Ώς έναν τράγον μεγαλοκέρατον, και κάμε την τέχνη σου δια να μεταέλθει
βράδυν.
Ο Νεκτεναβός της είπεν,
-Εάν θέλεις να λάβεις το ποθούμενον σου, δώς μου άδειαν να μείνω εις το
παλάτιν σου, δια να κάμω συντροφίαν του Θεού του Άμμωνος.
Αυτή του απηλογήθει και του είπε,
-Σου δίδω κάθε ελευθερίαν να έχεις, μόνον αυτόν τον Θεόν να κάμεις δια να
τον έχω εις συντροφίαν μου.
Ο Νεκτεναβός της απεκρίθει,
-Βράδυ θέλω σου τον φέρει χωρίς άλλο, και μείνε ήσυχη.
Συνεχίζεται.....