Η ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΝ

Επήγεν εκεί η σκλάβα και έφερεν τον νεκτεναβόν εις την βασίλισσαν. Η βασίλισσα τον ερώτησεν,
-είσε σύ εκείνος ο περίφημος εις τας μαγείας οπου ακούω;
Της απεκρίθει ο νεκτεναβός,
-ναι, εγώ είμαι κυρία μου, αν ορίζεις τίποτε ειπέ μου την υπόθεσην και άφε εμέναν να κάμω.
Η ολυμπιάς έβγαλεν έξω όλους, όσους και αν ήσαν εκεί, και εδιηγήθειν του Νεκτεναβού λέγουσα,
-Ο άνδρας μου βλέπωντας πως δεν κανω παιδί, μου είπεν ότι ανίσως και δεν εύρει κληρονόμον από λόγου μου όταν γυρίσει από το ταξίδιν του, πλέον δεν θέλουν με ειδεί τα μάτια του. Δια τούτο σε παρακαλώ, αν ίσως ηξεύρεις τίποτε να με διδάξεις δια να κάμω παιδί, θέλεις το ειπείν μίαν ώραν ομπροστήτερα, διατί σήμερον εδιάβειν ο βασιλεύς έξω, και αν ίσως πιασθεί παιδίον εις εμέ, κάνε να μην μου το ειπεί νόθον.
Ο Νεκτεναβός της ειπεν,
-Έχε θάρρος βασίλισσα μου, και εγώ θέλει κάμει τον θεόν τον Άμμωναν με τες μαγείες μου να έλθει να μείνει μετ εσένα δια να κάμεις παιδίν αρσενικόν οπου να λυθεί η πίκρα σου. Βράδυ θέλεις ειδεί εις τον ύπνον σου αυτόν τον θεόν τον Άμμωνα να έλθει εις εσέ, ο οποίος θέλει είναι η αφορμή της γεννήσεως του παιδίου. Οσάν τον ειδείς, τίποτα μην φοβηθείς, αλλά κάμε εκείνον που θέλει σου ειπεί. Ιδού, εγώ πηγαίνω δια να κάμω τες τέχνες μου δια να τον αναγκάσω να έλθει.

Επήγεν εις το σπίτιν του και έκαμεν τες μαγείες του, δια να φανερωθεί εις τον ύπνον της Ολυμπιάδος ωσάν ο θεός Άμμων.